φυσιολογείο(ν)

φυσιολογείο(ν)
το физиологическая лаборатория

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φυσιολογείο(ν)" в других словарях:

  • φυσιολογείο — το, Ν (παλ. όρος) επιστημονικό εργαστήριο φυσιολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολόγος + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. φυσιολογεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στον Κ. Μ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • φυσιολογείο — το επιστημονικό φυσιολογικό εργαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολογία (βλ. λ.), που είναι της φυσιολογίας, που είναι της βιολογίας, ο βιολογικός: Φυσιολογικό εργαστήριο (το φυσιολογείο). 2. αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση (σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»